δαφνοστεφανώνω

δαφνοστεφανώνω
1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, -η, -ο
α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι
β) ένδοξος, βραβευμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • δαφνοστεφάνωτος — η, ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δαφνοστεφανωμένος — η, ο βλ. δαφνοστεφανώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”